- ἀποσχαλίδωμα
- ἀποσχᾰλίδωμα, ατος, τό, ([etym.] σχαλίς)A forked piece of wood for propping hunting-nets, X.Cyn.10.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αποσχαλίδωμα — ἀποσχαλίδωμα, το (Α)[σχαλίς] δικρανοειδές τεμάχιο ξύλου για να στηρίζονται τα κυνηγετικά δίχτυα … Dictionary of Greek
ἀποσχαλιδώματα — ἀποσχαλίδωμα forked piece of wood for propping hunting nets neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)